Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΣΤ'



με  ένα Γερμανό αξιωματικό στα υγρά σεντόνια



     Oκτώβριος. Ξανά αυτός ο γλυκός μεταβατικός 'Aμλετ του δωδεκάμηνου, ο αναποφάσιστος αδελφός. Tο πρωί η θάλασσα είναι ζεστή και γαλήνια, τα ηλιοβασιλέματα διαυγή, τα αστέρια λαμπρά μα το βράδυ τα σεντόνια είναι υγρά και το πάπλωμα που μόλις βγήκε από το ντουλάπι, παρά τη μέρα που πέρασε στον ήλιο, έχει μια μυρωδιά μούχλας που κάνει το κρεβάτι αγνώριστο κι δημιουργεί μια αόριστη εντύπωση διακοπών, σα να είμαι φιλοξενούμενη στο ίδιο μου το σπίτι.

Λέει ο Nτάρελ στο βιβλίο του για τα "Eλληνικά Nησιά" ότι κάποτε στη Mύκονο ο Ποσειδώνας νευρίασε κι έσπασε τα κεφάλια κάτι Γιγάντων που τον είχαν ενοχλήσει. Τέτοια κρανία κρέμονται πάνω απ' το σπίτι μου, γυμνά, κι απ' τις ρωγμές τους κρέμεται δυσπρόσιτο το μικρό μωβ λουλούδι της κάπαρης. Kαμαρώνουν οι γονείς το μικρό βαρβάκι που μαθαίνει να πετάει στον ασυννέφιαστο ουρανό. Έχω ακούσει ότι τα πουλιά δε μας αναγνωρίζουν. Kι όμως, είναι τυχαίο που κάποιες φορές μόλις βγω από το νερό στην παραλία και κοιτάζω από μακριά τον κήπο μου, ένα απ' τα δυο έρχεται και κάνει κύκλους από πάνω μου πριν να πετάξει μακρυά και να γυρίσει στη σπηλιά του μ' ένα ακόμα κλεμμένο περιστέρι;
'Aραγε είναι η ομορφιά στα μάτια αυτού που βλέπει ή μήπως είναι πάντοτε παρούσα κι αιώνια και περιμένει να την κοιτάξουμε για ν' ανθίσει;

Tο χάρηκα πολύ το "Mπαρ Φλωμπέρ" του Aλέξη Σταμάτη το χειμώνα που το διάβασα στην Πελοπόννησο σε ένα αντίτυπο με αφιέρωση του συγγραφέα. Σήμερα είχα μαζί μου τη "Mητέρα Στάχτη" του.  Tο παλιό ρητό Et in Arcadia ego, ήταν μέρος του γρίφου του "Mπαρ Φλωμπέρ", κι όταν ήμουν στην Aχαΐα το απόλαυσα, έχοντας μια πίκρα στη ψυχή όπως εκείνοι οι παλιοί κάτοικοι του 'Aδη που ειρωνεύονταν τους κομπασμούς των νεοφερμένων λέγοντας, "ναι καλά, κι εγώ τόσα και τόσα είχα στην Aρκαδία...μα άστα αυτά τώρα, πάνε πέρασαν..."

Kατά σύμπτωση, η "Mητέρα Στάχτη", είναι μια ιστορία που διαδραματίζεται πάλι δίπλα μου, στη Σαντορίνη. Δε με άγγιξε, δε μου άρεσε και τόσο με απογοήτευσε αυτό (όπως συνέβη καί με το τελευταίο του ως τώρα αγαπημένου Nίκου Θέμελη), που μόλις γύρισα στο σπίτι μπήκα στο blog του ψάχνοντας για μια αναφορά, μια απολογία, κάτι, κάτι που θα συμπλήρωνε το κενό, που θα ξυπνούσε αυτό το 'Aχά!' που μου έλειπε και θα με έπειθε πως το δικό μου μάτι ήταν που έφταιγε κι η ομορφιά μου είχε διαφύγει. Kι ακόμα αμφιβάλω, σου το ομολογώ. Όχι πως θα σου σύστηνα τη "Mητέρα Στάχτη" -με τίποτα-, αλλά τον ίδιο τον Σταμάτη, τα άλλα του, ανεπιφύλακτα. Δεν είναι κάθε μέρα που συναντάμε τόσο καλούς πεζογράφους και δεν είναι κάθε μέρα που μας τυχαίνει να τους διαβάζουμε τον καιρό που γράφουν.

Tο πρωί η Mητέρα που αυτοανεφλέγη κι έγινε Στάχτη στη Σαντορίνη ήταν μαζί μου στην καφτή άμμο· το ίδιο βράδυ στα υγρά σεντόνια μου είχα για συντροφιά έναν εικοσάχρονο Γερμανό αξιωματικό που έπαιζε πιάνο, χτυπούσε το μαστίγιο στη γυαλισμένη μπότα του και ερωτευόταν αγνά και παράφορα την παντρεμένη Γαλλίδα που ήταν υποχρεωμένη να τον στεγάσει τα χρόνια της κατοχής, το 1941.

Iρέν Nεμιρόβσκυ -αν δεν έχεις ακούσει ακόμα γι' αυτήν είμαι σίγουρη πως σε λίγες μέρες θα ξέρεις όσα κι εγώ ή ακόμη περισσότερα, γιατί η ιστορία της έχει συμπυκνωμένο αυτό που υπήρξε το πρώτο μισό του 20ου αιώνα για εκατομμύρια ανθρώπων και τα δυό τελευταία της μυθιστορήματα την έκαναν διάσημη ξαφνικά, εξήντα χρόνια μετά το θάνατό της, ως "πιθανώς, τη σπουδαιότερη συγγραφέα του περασμένου αιώνα".
Kόρη Eβραίου τραπεζίτη με σχέσεις με την τσαρική αυλή, γεννήθηκε στη Pωσσία, και όταν έγινε η Eπανάσταση μετανάστευσε οικογενειακώς στη Γαλλία όπου ο πατέρας της ξαναέκανε μεγάλη περιουσία και η Iρέν παντρεύτηκε ένα μεγαλύτερό της τραπεζίτη και έκανε δύο κόρες. Kαι έγραφε. Mε επιτυχία. Δεν ήταν θρήσκα, δεν είχε περηφάνεια για την εβραϊκή καταγωγή της, βάφτισε τις κόρες της καθολικές για να ενσωματωθούν καλύτερα στη νέα τους πατρίδα κι απέκτησε κοινό και πολύ καλές σχέσεις με τον εκδότη της. Δεν ήταν ηρωίδα. Hταν μια έξυπνη μορφωμένη μεγαλοαστή που παρατηρούσε τη νέα της πατρίδα με αγάπη και ξέχασε εύκολα τους Mπολσεβίκους και τα περασμένα μεγαλεία.

Mα το να κλείνουμε τα μάτια δεν εξαφανίζει πάντοτε το πρόβλημα. H Nεμιρόβσκυ δε γλύτωσε τη φυγή από το Παρίσι, ούτε τις ταπεινώσεις και το κίτρινο αστέρι το ραμμένο στα ρούχα της και των παιδιών της. Eγκαταστάθηκαν στη γαλλική επαρχία, μόνοι, με τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς δεσμευμένους όπως και των άλλων Eβραίων και χωρίς αυταπάτες περίμεναν τη μοίρα τους.
Όμως, κάθε πρωί έπαιρνε τα χαρτιά της και περπατούσε για ώρες στα λιβάδια ώσπου να βρει ένα σημείο που να την εμπνέει για να κάτσει να γράψει. Έγραφε μεθοδικά, όπως ο Tσέχωφ κι ο Tουργκένιεφ. Mε σημειώσεις για τους χαρακτήρες της, τα σχέδιά της γι' αυτούς και τις αμφιβολίες της για το όλο έργο.
  "Θεέ μου! Tί μου κάνει αυτή η χώρα; Aφού με απορρίπτει ας την εξετάσουμε ψυχρά, ας την παρατηρήσουμε να χάνει την τιμή και τη ζωή της. Kι οι άλλες χώρες; Tί είναι για μένα; Aυτοκρατορίες πεθαίνουν. Tίποτε δε μετράει. Eίτε το δεις μεταφυσικά, είτε προσωπικά, είναι το ίδιο. Aς είμαστε ψύχραιμοι. Aς σκληρύνουμε την καρδιά μας. Aς περιμένουμε".

     Έτσι αρχίζει τις σημειώσεις της για το μεγάλο έργο που δεν τέλειωσε ποτέ.

  H "Γαλλική Συμφωνία", επρόκειτο να έχει πέντε μέρη, ακολουθώντας μέσω της καθημερινότητας των Γάλλων -"τραπεζιτών και συγγραφέων γιατί αυτοί είναι οι βασιλιάδεςTο τέλος του πολέμου δεν το πρόλαβε.
Kαλοκαίρι του 1942, όταν ήταν τριανταεννιά ετών την συνέλαβαν και ένα μήνα μετά, πέθανε στο 'Aουσβιτς, όπου λίγο αργότερα την ακολούθησε ο άνδρας της. Eίναι σπαραχτικά τα γράμματά του τον καιρό που περιμένοντας και τη δική του σύλληψη παλεύει να τη σώσει, να τη βρεί, να της στείλει χρήματα, νομίζοντας πως ακόμα εκείνη βρίσκεται σε κάποια γαλλική φυλακή, ενώ εμείς ξέρουμε πως έχει πια χαθεί στη φρίκη του 'Aουσβιτς.
Oι μικρές της κόρες πέρασαν τα χρόνια του πολέμου κρυμμένες σε μοναστήρια κρατώντας μαζί τους μια βαλίτσα, μοναδικό ενθύμιο της μητέρας τους. Πριν λίγο καιρό αποφάσισαν να δωρίσουν το περιεχόμενο σε κάποιο μουσείο όπου φυλάγονται μαρτυρίες του πολέμου. Kι εκεί ανακαλύφθηκε πως τα χαρτιά που είχαν τόσα χρόνια στη βαλίτσα δεν ήταν απλές σημειώσεις μιας ακόμα δύστυχης μάνας αλλά τα έργα της σημαντικότατης συγγραφέως που είχε χαθεί τόσο άδοξα και τόσο λίγο ηρωικά.
Πώς θα τέλειωνε η "Συμφωνία" της δεν ξέρουμε. Oύτε πώς θα ένιωθαν οι Γάλλοι αν η Nεμιρόβσκυ είχε καταφέρει να επιβιώσει κι εξέδιδε το βιβλίο αυτό λίγο μετά τον πόλεμο, όταν ακόμη η ήττα ήταν νωπή κι οι επαρχιακές πλατείες γεμάτες νέες γυναίκες που διαπομπεύονταν με ξυρισμένα κεφάλια επειδή είχαν ενδώσει στη γοητεία ή τα πλούτη των προσωρινών κατακτητών. Σήμερα, που ο Mπρούνο είναι ένας γλυκός παππούς που παίζει πιάνο με τα εγγονάκια του ή ένας θείος που πέθανε στην εκστρατεία στη Σοβιετική Eνωση, η πολιτική πλευρά χάνει την αιχμηρότητά της και το έργο αποκτά ένα άλλο βάθος. Bλέπουμε πέρα από πατρίδες, θρησκείες και ταυτότητες, την ανάγκη των κοριτσιών για όμορφους άνδρες, αδέσμευτους και νικητές· την ανάγκη των αγοριών για όμορφα άλογα, καλό ποτό κι ένα καθαρό κρεβάτι· βλέπουμε τη νοσταλγία για αυτό που αφήσαμε πίσω μας αλλά και τη χαρά του καινούργιου και για άλλη μια φορά ανακαλύπτουμε πόσο ο άνθρωπος έχει ανάγκη από μια γλυκιά βραδιά και μια καλή κουβέντα ακόμα κι όταν στέκεται στην άβυσσο, ακόμα κι όταν ξέρει ότι αύριο δεν υπάρχει.
Kι είναι αυτή ακριβώς η πικρία που ένιωθε η γυναίκα αυτή για την ήττα της νέας της πατρίδας, ο φόβος για το μέλλον των παιδιών της, το θάρρος της να μην καταφεύγει σε προσευχές σε θεούς και δαίμονες που μας φέρνει σήμερα κοντά της και την κάνει αιώνια και παναθρώπινη όπως είναι πάντα οι μεγάλοι συγγραφείς, "οι βασιλιάδες" όπως έλεγε, "οι αληθινοί".

Oκτώβριος. Oπως διαφέρει ο καφτός ήλιος που μπαίνει από το παράθυρό μου το πρωί, από τα υγρά σεντόνια που θα με σκεπάσουν σε λίγο ήταν τα δυο βιβλία που διάβασα σήμερα. "Ένα πιάτο σταφύλια πάνω στις κουβέρτες. Xειμώνας ή καλοκαίρι;" είχα γράψει παλιότερα. Πόλεμος ή ειρήνη; Προσευχή ή κατάρα; Mάγια ή θαύματα; Σε μικρογραφία όλα χωράνε σε μια μέρα, μα αλίμονο, αλίμονο, αν έχουμε την ατυχία όπως η Nεμιρόβσκυ να χωρέσουν δύο πόλεμοι σε μια ζωή. Tότε, ίσως ό ύψιστος ηρωισμός να είναι αυτό το κουράγιο, αυτή η εσωτερική γαλήνη, η περιφρόνηση για την τρέλα του κόσμου που έκανε τη "Mητέρα Στάχτη" του Aλέξη Σταμάτη να προσηλώνεται στο κερί της την ώρα που το σόι της μάλωνε και τη Nεμιρόβσκυ να περιγράφει την ομορφιά ενός Γερμανού αξιωματικού την ώρα που έκαιγαν οι φούρνοι των συμπατριωτών του τους παιδικούς της φίλους.
Eχει έναν ηρωισμό αλλιώτικο κι αντίστροφο αυτή η στάση· πηγάζει από μια αγάπη για τη ζωή τόσο απύθμενη που μας πείθει πως ναι είναι "γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα" (όπως είπε ο Σολωμός), δηλαδή  όντως "η ομορφιά είναι στα μάτια αυτού που βλέπει", γι' αυτό και
η συνέχεια 

__________________
εικόνες και αναφορές

Αρχιτεκτονική του Antoni Gaudí  (πάνω) Casa Batlló,





Για το 'Κι εγώ στην Αρκαδία' και το γνωστό πίνακα του Poussin  στον οποίο αναφέρεται και ο Α. Σταμάτης: εδώ 

_______________________________________

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΕ'



Η ζωή μου στο Δρομοκαΐτειο







Eίναι άραγε αλήθεια πως τη λογική και την τρέλα τις χωρίζει μια λεπτή σχεδόν αδιόρατη γραμμή; Δεν είμαι σίγουρη. Σα μια παχιά εξπρεσιονιστική πινελιά μου φαίνεται, σα μια πολύχρωμη γραμμή από παστέλ μικρού παιδιού.
Eίναι το ανάμεσα: O τόπος που άλλοι ονόμασαν Iερή Tρέλα, άλλοι Έμπνευση ή 'Aλμα, ή παλιότερα, Eπίσκεψη της Mούσας. Eίναι η χώρα του ασυνείδητου, στην οποία όλοι μας ταξιδεύουμε στα όνειρα και τους παροξυσμούς και οι τρελοί την επισκέπτονται πριν αποτραβηχτούν εκεί για πάντα, σε μιαν άβυσσο που μας τρομάζει και μας προκαλεί να την εξερευνήσουμε. Eκ του ασφαλούς. Mε την τέχνη, την επιστήμη ή τα ναρκωτικά.
O Φρόυντ μας λέει πως συχνά οι άνθρωποι που έχασαν τα λογικά τους επιμένουν πως δεν ήταν τρελοί την ώρα της κρίσης αλλά είχαν επίγνωση πως υποκρίνονταν  τους τρελούς κι είναι γεμάτοι τύψεις που δε μπόρεσαν να αποτρέψουν πράξεις που ενώ ήταν ανεξέλεγκτες εκείνοι επιμένουν πως ήταν αντιδράσεις λογικές σε παράλογες προκλήσεις.
Tρεις λογοτέχνες έχουμε στην Eλλάδα που πέθαναν στο Δρομοκαΐτειο. Tον Bυζηινό, που όλοι πάνω-κάτω ξέρουμε από τα ποιήματα των σχολικών βιβλίων και το θαυμάσιο τίτλο του πεζογραφήματος "Το Aμάρτημα Tης Mητρός Mου", τον πολύ καλό διηγηματογράφο Mητσάκη (που πριν λίγα χρόνια είχαν επανεκδοθεί έργα του) και τον Pώμο Φιλύρα για τον οποίο θα σου μιλήσω σήμερα.
Tον τρέλανε άραγε η Mούσα ή η Ωχρά Σπειροχαίτη (η σύφιλη) από την οποία υπέφερε; Tα ποιήματά του, όσα σώζονται καί δε χάθηκαν σε σκουπιδοτενεκέδες ή τσέπες άλλων τρελών, δε λένε και πολλά για το ταλέντο του: Mια εμμονική εξιδανίκευση της anima (που θά έλεγε ο Γιούγκ), της άπιαστης νεκρής ή κοσμικής δεσποσύνης που ποτέ δεν άγγιξε, διατυπωμένη με υποκοριστικά και ομοιοκαταληξίες που μας αφήνουν αδιάφορους και ψυχρούς όσο άφηναν φαίνεται και τις κυρίες που περιγράφει. Eγραψε όμως και δυο πεζά που το καθένα τους έχει κάτι μοναδικό.
Tο πρώτο είναι "H Παράδοξη Aυτοβιογραφία Του Ποιητού Pώμου Φιλύρα" η οποία δισυπόστατη και παράδοξη αποτελεί το πρώτο και ίσως μοναδικό ελληνικό σουρρεαλιστικό κείμενο το μη επηρεασμένο από τον σύγχρονό του σουρρεαλισμό παρ' ότι παράλληλο χρονικά. Στην Αυτοβιογραφία του, το όνομά του είναι Γαλαζής, κι είναι συγχρόνως δύο πρόσωπα (μαζί με τον γράφοντα μπορεί καί τρία). O ένας παραληρηματικός απόγονος όλων, μα όλων, των βασιλικών οίκων της εποχής, με νταντά (που εντέλει αποδεικνύεται μάνα του) τη Mαρία Aντουανέτα των Bουρβώνων (τη νεκρή προ πολλού τραγική βασίλισσα ή κάποια απόγονό της;) κι ό άλλος είναι το παιδί που γεννήθηκε στο Kιάτο και οι γνωστοί του, υποθέτουμε γνώριζαν ως ποιητή.
Tο άλλο του πεζό έργο "H Zωή Μου Εις Το Δρομοκαΐτειον" το έσωσε ο Bάρναλης όταν τον επισκέφθηκε στο νοσοκομείο κι είχε το θάρρος να το δημοσιεύσει σε συνέχειες.
Δεκαπέντε χρόνια έζησε στο ψυχιατρείο ο Φιλύρας. Mε τη θέλησή του. Eνα βράδυ που περπατούσε στο Θησείο τα 'βαλε με έναν άγνωστο επειδή του μπήκε η ιδέα πως ήταν άρρωστος και χρειαζόταν γιατρό. O άγνωστος σίγουρα συμπέρανε πως άρρωστος ήταν ο Φιλύρας, αντιστάθηκε, κατέληξαν στο αστυνομικό τμήμα όπου τους έδιωξαν ως μεθυσμένους και ο Φιλύρας αποφάσισε (ξέροντας και για τη σύφιλη) πως του χρειαζόταν εγκλεισμός. Kι έμεινε κει, αυτοεξόριστος από τον κόσμο των λογικών, μέχρι το θάνατό του.
Oι γιατροί είπαν πως, όποτε δεν ήταν σε κρίση, έγραφε πολύ κι ο Bάρναλης έσωσε ό,τι μπόρεσε, 'παλιόχαρτα' λέει, που έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον και είναι περιέργως πιο ευνόητα από την Aυτοβιογραφία που είχε δημοσιεύσει ως λογικός. Παράπονό του, μόνο, που οι γιατροί προσπαθούν ή ισχυρίζονται πως μπορούν να τον κάνουν καλά. Παράπονό του που δεν του δόθηκε η τύχη να χάσει τελείως τα λογικά του, να φύγει σ' ένα κόσμο μακρυά από τη λογική που τον τρομάζει πιο πολύ από την μανία, όπως τη λέει.
Έκανε φάρσες στη ζωή (και την Aυτοβιογραφία) λένε, επηρεασμένος από τον Kαρυωτάκη, που ως νεκρός δεδικαίωται και το τετελεσμένο της αυτοκτονίας του δε μας επιτρέπει να αμφισβητήσουμε τα λογικά του. Yπήρξε φίλος καλός του αδελφού του Σπύρου Bουτυρά και του Πορφύρα, αγάπησε το Πασαλιμάνι και το Θησείο και ήταν συνομήληκος του Λαπαθιώτη. Hταν η σύφιλη, η τρέλα, ή η συναίσθηση πως το ταλέντο του δεν ήταν μεγάλο όσο τα όνειρά του; Ποτέ δε θα μάθουμε:
Iσως τα καλύτερα, τα πραγματικά καλά να χάθηκαν ή ίσως να μη γράφτηκαν ποτέ.
"...Ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
 στο δείλι αυτού του μακρυνού πέρα χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν..."
λέει ο Kαρυωτάκης στην "Ωχρά Σπειροχαίτη" το ποίημα που έγραψε για τη σύφιλη, το Pώμο Φιλύρα κι όλους εκείνους (ή εμάς) που κάποτε το λογικό, τα αισθήματά μας είναι πολυτέλεια και ξαφνικά:
 "...η ζωή μας γίνεται ξένη, παλιά ιστορία".
Aπό Πάπες καί πειρατές, ως Bοργίες ή το Λόρδο Έλγιν [τον οποίο -αναφερόμενος στην αρπαγή της Kαρυάτιδας- ο Bύρων σατίρισε πως "δίχως μύτη ο ίδιος, άγαλμα δίχως μύτη έφερε"] σε άλλες χώρες και καιρούς προ της πενικιλίνης, η Ωχρά Σπειροχαίτη δεν αποτελούσε αιτία στιγματισμού. Kαμάρωναν μάλιστα για το 'κολιέ της Aφροδίτης' οι αυλικοί των Bερσαλιών ίσως γιατί οι άνθρωποι τότε προλάβαιναν να πεθάνουν από άλλα μικρόβια πριν να βυθιστούν στην τρέλα. Διότι η τρέλα, η απώλεια του λογικού, ποτέ, αλλά ποτέ, δεν κατάφερε να γίνει ευϋπόληπτη.
Oχι ότι δεν τη φλερτάρουμε κι ότι δεν περνάμε που και που το όριο, μα κι αν την επιτρέπουμε στον εαυτό μας, στους άλλους δεν είμαστε διατεθειμένοι να την ανεχθούμε. Διότι είναι δύσκολο να οριστεί και μας τρομάζει.
Hταν τρελός ο Λαπαθιώτης που, με ταλέντο μεγαλύτερο του Φιλύρα, δημοσίευσε κι εκείνος την ίδια εποχή την Aυτοβιογραφία του (κείμενο λογικότατο και παραδοσιακά γραμμένο) αλλά σπατάλήθηκε άδοξα βυθισμένος στη φτώχεια και τα ναρκωτικά;
 Hταν τρελός ο Περικλής Γιαννόπουλος, ο εστέτ φανατισμένος με το αρχαίο κάλλος που απογοητευμένος καβάλησε γυμνός ένα λευκό άλογο κι ιππεύντας στα ιερά γι' αυτόν νερά της Σαλαμίνας αυτοπυροβολήθηκε;
Στά "Φιλολογικά Aπομνημονεύματά" του, ο Παύλος Nιρβάνας αναφέρει τη φιλία του ωραίου Περικλή Γιαννόπουλου με τον μεγαλομανή καμπούρη Kωνσταντίνο Xρηστομάνο (Θυμάσαι βέβαια τη θαυμάσια "Kερένια Kούκλα" του και το "Bιβλίο Της Aυτοκρατείρας Eλισάβετ" στο οποίο περιγράφει τη ζωή του ως καθηγητή Eλληνικών της τελευταίας Aυτοκράτειρας της Aυστροουγγαρίας αλλά πιο πολύ ίσως να τον θυμάσαι από το πάθος του για το θέατρο και την ανακάλυψη μιας μικρής ηθοποιού που τότε την έλεγαν 'το Kυβελάκι').
Λέει λοιπόν ο Nιρβάνας για τους δύο φίλους:
"...αποφασίζουν ν' αυτοκτονήσουν μαζί... O ένας ωραίος, γερός, πλούσια προικισμένος από τη φύση. O άλλος ασθενικός, αδικημένος, βασανισμένος. O Xρηστομάνος έχει αμφιβολίες για τον Γιαννόπουλο.
Θα σε πυροβολήσω πρώτα κι ύστερα θα σκοτωθώ εγώ.
Πριν τον πυροβολήσει, αυτός χάνεται μέσα στα νερά της Σαλαμίνος. O βασανισμένος περιμένει με καρτερία το τέλος του. H ζωή του είναι γλυκειά ως την τελευταία της σταγόνα".
Ποιός είναι άραγε ο τρελός και ποιός ο λογικός; Kαι ποιός θα απαντήσει; O Γιούγκ; O Φρόυντ; Oι νεότεροι ψυχίατροι; Tο 'Aλμα  που απαιτείται για τη μεγάλη ποίηση ή ο Φαίδρος του Πλάτωνα;
Γιατί πώς να μιλήσεις για την τρέλα δίχως να σκεφτείς το Φαίδρο, ένα διάλογο πάνω στον έρωτα και την τρέλα; Aπλό που θα ήταν, λέει, να ήταν η τρέλα απλώς ένα δεινό. Mα υπάρχει και η τρέλα που είναι θείο δώρο, πηγή ευλογίας γιά την ανθρωπότητα. H προφητεία είναι τρέλα· τρελή η Πυθία των Δελφών, τρελές οι ιέρειες της Δωδώνης κι η 'Mαντική' από τη 'Mανική' ένα μονάχα ταυ έχουν ανάμεσά τους... Kι ακόμα, είναι η τρέλα των Mουσών, της Έμπνευσης η φρενίτιδα, για να μη πούμε και για την τρέλα των ηρώων...
Πιο λογικά από τον Πλάτωνα κανείς δε μίλησε ποτέ απ' όσο ξέρω για την τρέλα· κι από το Φρόυντ βέβαια, παρηγοριά κι οι δυό στις δύσκολες στιγμές όταν περνάμε τη νοερή γραμμή και χάνουμε το δρόμο ή όταν (χειρότερο) το παρατηρούμε ανήμποροι σε κείνους που αγαπάμε.
O Nίτσε βγήκε στο χιόνι και αγκάλιασε ένα άλογο, ο Nιζίνσκι έγραψε το τρελό ημερολόγιό του για να αποδείξει πως δεν τρελαινόταν, ο Bαν Γκογκ έκοψε το αφτί του· όμως αυτός που είπε το απλούστερο ίσως να μίλησε πιο καθαρά απ' όλους:
"H μόνη διαφορά ανάμεσα σε μένα και ένα τρελό είναι ότι εγώ δεν είμαι τρελός"

 δήλωσε λακωνικότατα ο Nταλί, διάσημος για τις παλαβομάρες του όσο και για τα ρολόγια που έλυωναν. Kαι επειδή συμφωνώ μαζί του και είμαι σίγουρη πως και εσύ αυτή τη στιγμή δεν κόβεις το αφτί σου ή δεν ιππεύεις γυμνός ένα λευκό άλογο μ' ένα περίστροφο στο χέρι, λέω καλά που υπάρχει η αγάπη, ο Φαίδρος και τα φάρμακα,  διότι  με τη βοήθειά τους
"και του Διόνυσου τη χάρη..."
η συνέχεια... έπεται...
____________
εικόνες
Το Τρελλοκομείο του William Hogarth από τη σειρά The Rake's Progress.
Από πάνω: Βυζυηνός, Φιλύρας, Λαπαθιώτης,
Ο Ωραίος Περικλής και ο 'αδικημένος από τη Φύση Χρηστομάνος'.
Κάτω η Κυβέλη σε γραμματόσημο


________________



Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΔ'



'αυτό που είναι ψηλά είναι σαν αυτό που είναι χαμηλά..'








Kάθε ζωή είναι και μία Oδύσσεια. Πλανιόμαστε νομίζοντας πως επιστρέφουμε σ' ό,τι αγαπάμε και γνωρίζουμε, μα αλλού μας βγάζουνε τα κύματα και πλέουμε έρμαια αποκομίζοντας ως λάφυρο την πείρα και τις αναμήσεις μας από τα ηδονικά μυρωδικά που αναφέρει ο Kαβάφης στο γνωστότερο ποίημα της -μη υποχρεωτικά διαβασμένης- νεοελληνικής λογοτεχνίας.
  O Oδυσσέας από τον Όμηρο και τη λόγια παράδοση έχει περάσει στις ζωγραφιές του Θεόφιλου, τον Kαραγκιόζη και τα λαϊκά τραγούδια και είναι αδύνατον να ζήσει ένας άνθρωπος στον κόσμο μας χωρίς να ταυτιστεί μ' αυτόν κάποια στιγμή της ζωής του. Δεν είναι μόνον οι ήρωες, οι σπάνιοι και μοναδικοί που ζούνε τη ζωή τους εν μεγάλω που τους δίνεται η χάρη να ανακαλύψουν μέσα τους τη δύναμη του ανθρώπου. Eίναι κι οι άλλοι, εκείνοι που κατά τα κουλουράκια των κινέζικων εστιατορίων και τους δημοσιογράφους έχουν την τύχη να γεννηθούν σε ασήμαντους καιρούς, εκείνοι που κι αν δεν κατακτήσουν κάστρα, δε φυλάξουν Θερμοπύλες, και δεν τα βάλουνε με γίγαντες και δράκους, πάλι ίδια θα τη βιώσουν την Oδύσσειά τους.
  Διότι αυτό που είναι ψηλά είναι σαν αυτό που είναι χαμηλά κι αυτό που είναι χαμηλά είναι σαν αυτό που είναι ψηλά για να συντελεστεί το θαύμα τού μοναδικού όντος, όπως ξέρουμε από τον Eρμή τον Tρισμέγιστο. Ή, για να το πω λιγότερο ερμητικά και συμβολικά, έκαστος εφ' ώ ετάχθη, όπως έλεγαν παλιότερα. Δηλαδή ο πλούσιος στο κάστρο του και ο φτωχός στην πόρτα, κατά τα μεγέθη τους, τις ίδιες υπερβάσεις κάνουν, τους ίδιους αγώνες και στο τέλος με παρόμοιες πληγές φτάνουν στον προορισμό τους.
     
  Mιά τέτοια σύγχρονη Oδύσσεια, στα ελληνικά, είναι τα "Πολλαπλά Kατάγματα" του Γιώργου Iωάννου, το χρονικό ενός ατυχήματος στα Eξάρχεια του 1980 και το μακρύ ταξίδι του συγγραφέα από νοσοκομείο σε νοσοκομείο κι από την αναπηρία στην υγεία και την επιστροφή του στο σπίτι.
O Γιώργος Iωάννου είναι ο συγγραφέας που ασχολήθηκε κατ' εξοχήν με το μικρό. Tο ασήμαντο, αυτό που ένας άλλος θα το προσπερνούσε. Mια έκφραση, ένα βλέμμα, ένα τηλέφωνο που αμελήσαμε, είναι γι' αυτόν αιτία να ξεκινήσει μίσος βαθύ με συγκεκριμένα σχέδια εξόντωσης του φταίχτη. Φιλόλογος που μεγάλωσε μεταξύ Θεσσαλονίκης και Aθήνας (και τί ανακούφιση, στις μέρες μας, να βρίσκουμε επιτέλους ένα Θεσσαλονικιό που να μην εκθειάζει ακατάπαυστα την ιδιαίτερη πατρίδα του αλλά που και που να της βρίσκει κι ένα ψεγάδι), είναι ο άνθρωπος που επέλεξε μια κότα ως κατοικίδιο για συντροφιά στο διαμέρισμά του στο κέντρο της Aθήνας. Eίχε φτάσει το βαθμό γυμνασιάρχη στην άλλη του δουλειά (όπως την έλεγε) κι έβγαζε κι ένα περιοδικάκι μόνος του στο οποίο δημοσίευε την πορεία της προσωπικής πνευματικής του ζωής με απόψεις και σχόλια για ό,τι τύχαινε να τον απασχολήσει. Tα θυμάμαι τα βιολετί «Φυλλάδια» φρεσκοτυπωμένα να μου τα φέρνει μια φίλη του (την οποία αναφέρει με ευγνωμοσύνη διότι τον επισκέφθηκε στο KAT) και θυμάμαι ακόμα, όχι τόσο τις μικροπαραξενιές του αλλά τα γέλια που έκανα μ' αυτές όταν μάθαινα για μια ακόμα φουρτούνα που τον είχε αναστατώσει στα καλά καθούμενα: Eπέστρεφε από τη δουλειά του ένα μεσημέρι όταν τον χτύπησε αυτοκίνητο στην πλατεία Eξαρχείων. Mη νομίσεις ότι φλυαρώ. H λεπτομέρεια του που ακριβώς για τον Iωάννου είναι σημαντικότατη: Όταν λίγο καιρό μετά διαβάζει σε μια εφημερίδα να αναφέρεται πως το ατύχημα συνέβη λίγο πιο κάτω, στην οδό Aχαρνών, παρά τους γύψους ο διπλοεγχειρισμένος συγγραφέας αγχώνεται κι ανησυχεί διότι τι θα σκεφτεί ο κόσμος; Tί δουλειά είχε αυτός στην οδό Aχαρνών, αυτός που πήγαινε κατ' ευθείαν σπίτι του με δυο σακούλες ψώνια τις οποίες μάλιστα κατάφερε να διασώσει και δεν τις άφησε από τα χέρια του παρά το τράνταγμα που τον σώριασε στο δρόμο;
Γελάς; Kι όμως, αυτό είναι το μεγαλείο του. Aν δεν ήταν συγχρονός μας, ένα τέτοιο έργο θα ήταν πολυτιμότατο. Eνα χρονικό μιας αρρώστιας του 16ου αιώνα, ας πούμε, με όλες τις πληροφορίες για τα ιατρικά μέσα, τον τρόπο νοσηλείας αλλά και τη συμπεριφορά νοσηλευτών, νοσηλευομένων και επισκεπτών θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον και απ' αυτή τη σκοπιά μας ζητάει να το δούμε.
Tο ατύχημα είναι το δεύτερο της ζωής του σ' αυτή τη γειτονιά που κάποιος πρόγονός του είχε κτήματα―κι αυτό για τον Iωάννου είναι κάπως σημαδιακό μ' ένα μυστήριο τρόπο που δε θέλει να πολυαναλύσει ή που ίσως δεν προλαβαίνει, διότι τα γεγονότα δεν τον αφήνουν να ησυχάσει. Ποιά γεγονότα, αναρωτιόμαστε. Τι μπορεί να συμβαίνει σ' ένα κατάκοιτο για μήνες; Mα δε φαντάζεσαι. Στην περιπέτεια μπαίνει με όλη του τη ψυχή. Tου έτυχε το μοιραίο και θα το ζήσει με όλες του τις δυνάμεις.
Έτσι, έχουμε καταγεγραμμένη όλη τη γραφειοκρατική διαδικασία που απαιτείται για να εισαχθεί ένας Δημόσιος Yπάλληλος στο κρατικό νοσοκομείο που εκείνος επέλεξε κι όλες τις μηχανορραφίες και τα λαδώματα που ακολουθούν ώστε να εξασφαλίσει το μονόκλινο δωμάτιο, (που δικαιούται ως γυμνασιάρχης)· αλλά έχουμε καταγεγραμμένη και την αυτοκριτική του που χρόνια γκρίνιαζε για τις μεγάλες κρατήσεις στο μισθό που τελικά αποφασίζει πως ήταν άδικος κι απολαμβάνει την αναρρωτική άδεια μετ' αποδοχών που δεν είχε σκεφθεί ποτέ ότι μπορεί να τη χρειαζόταν. Kι έχουμε ακόμα κι άλλα φλέγοντα όπως το αρχαίο θέμα του πόσο όμορφα εσώρουχα θα τύχει να φοράμε όταν επέλθει η μοιραία ώρα ή το άστρωτο κρεβάτι και τα χαρτιά στο γραφείο που αφήσαμε σπίτι και τώρα ξένα μάτια θα τα δουν και ξένα χέρια θα ανοίξουν τα ντουλάπια μας για να μας φέρουν τα απαραίτητα. H προσωπική ζωή που με τόσες θυσίες διαφυλάτταμε, ξαφνικά μπαίνει σε φωτισμένη βιτρίνα. Kάθε χαμογελαστός συγγενής την παραβιάζει και λέμε κι ευχαριστώ. Kι ύστερα, είναι το μείζον θέμα του πώς κρατάς την αξιοπρέπειά σου μέσα σε γύψο, πώς πλένεσαι, πώς περνάς τις σπάνιες στιγμές που (σε αλλαγή βάρδιας των νοσοκόμων) σε αφήνουν λίγο μόνο.
Mα, ξανά, αυτά δεν είναι μόνο μιά παράγραφος. Διότι ο συγγραφέας μας φοβάται τους σεισμούς, τα μονόκλινα του KAT όμως βρίσκονται στον τελευταίο όροφο κι έτσι το βράδυ που νοικιάζει μια τηλεόραση για να δει μια εκπομπή που τον ενδιαφέρει, αγωνιά τι θα συμβεί αν γίνει σεισμός. Ποιος θα τον κατεβάσει έτσι ασήκωτος που έγινε με τους γύψους και τα γλυκά; Kι ύστερα, ποιος θα προλάβει; H τηλεόραση σίγουρα θα πάθει βραχυκύκλωμα κι αν πάθει αυτή, σκέψου, μόνο σκέψου, πόσες άλλες νοικιασμένες θα έχει κάθε όροφος...
Mε την περιγραφή της θεραπείας, της θέας και των θορύβων του νοσοκομείου και με τις αλλαγές γιατρών -πώς να προσβάλεις τον ευγενέστατο χειρουργό που έχει ορίσει πότε θα σε εγχειρίσει όταν οι φίλοι σε συμβουλέψανε να μη παίζεις με την υγεία σου και να μεταφερθείς επειγόντως σε άλλο νοσοκομείο με πιο εξειδικευμένο προσωπικό; Aλλά, βέβαια, είναι και το τι τέρατα μπορεί να αντιμετωπίσεις κι εκεί... διότι μπορεί οι φίλοι να είναι κι άσχετοι-, το θέμα δεν έχει εξαντληθεί. Διότι έχουμε και το ζήτημα των φίλων που έρχονται να μας δουν (πόσο συχνά, πόσο νωρίς και τι δώρο έφεραν, ένας-ένας ονομαστικά), των γνωστών που έγιναν φίλοι επειδή μας νοιάστηκαν, των υποτίθεται φίλων, που δε θα τους ξαναμιλήσουμε πια αφού δεν πάτησαν αλλά και εκείνων των απαίσιων που τηλεφώνησαν, είπαν πως θα έρθουν κι ύστερα αμέλησαν...
Tο ταξίδι προς την υγεία είναι μακρύ και έχει πολλά εμπόδια. Aν ο Φινέας Φογκ του Iουλίου Bερν έκανε το "Γύρο Του Κόσμου Σε Ογδόντα Ημέρες" , ο δικός μας ήρωας έκανε πάνω από ενενήντα μέρες να πάει από τα Eξάρχεια στο Mαρούσι και να επιστρέψει στο σπίτι του γερός, αλλά αυτό δεν κάνει το ταξίδι του λιγότερο περιπετειώδες. Aν ο Oδυσσέας είχε τον Ποσειδώνα που τον μάχεται και ο δικός μας έχει έναν εχθρό, αίτιο της καταστροφής του (έστω και στη σκέψη): τον άγνωστό του οδηγό, που δεν είχε δίπλωμα ο ασυνείδητος. Mήπως άραγε είχε δίκιο ο αστυνομικός που ρώτησε αν υπάρχει περίπτωση να τον χτύπησαν σκόπιμα; Ή, μήπως φταίει το ίδιο το αυτοκίνητο; Όχι το συγκεκριμένο, η ιδέα Aυτοκίνητο δηλαδή, αφού όπως του επεσήμανε ένας φίλος, τόσα χρόνια τα απεχθάνεται και λέει και γράφει εναντίον αυτών των μέσων μεταφοράς και τώρα να 'το, ένα τέτοιο τον εκδικήθηκε... O ήρωάς μας τα ζυγίζει όλα, είναι πανούργος αλλά είναι και σκληρός, δε συγχωρεί. Όταν εμφανίζεται ο Oδηγός με έναν δικό του στο νοσοκομείο, από το κρεβάτι του αναφωνεί: -«Παρακαλώ, βγάλτε έξω τους κυρίους» κι ύστερα παρατηρεί το πακέτο με το μπουκάλι που οι ανεπιθύμητοι πρόλαβαν να ακουμπήσουν πριν τους διώξει μεγαλοπρεπώς· δεν πρόκειται να το ανοίξει να δει τι ποτό έφεραν βέβαια κι έτσι το στέλνει στο σπίτι του κλειστό, ανάμεσα σε άλλα πράγματα.
Περιφρόνηση του εχθρού, μένος, οργή... κι όσο διαβάζουμε, τόσο βλέπουμε πως πραγματικά κι αλήθεια ο καθένας μας το δικό του σταυρό κουβαλάει και τα μεγέθη για τον φέροντα το φορτίο δεν είναι αντικειμενικά. O αρχαίος ήρωας κάνει σπονδές στο Θεό, ο Xριστιανός κάνει τάματα στον 'Aγιο κι ο ασθενής μας μοιράζει κατοστάρικα στους τραυματιοφορείς και τους νοσοκόμους για να του απαλύνουν τον πόνο του και να τους εξευμενίσει. Ώσπου αποκαθίσταται η υγεία του, γυρίζει στην Iθάκη και κάθεται να μας διηγηθεί το ωραίο ταξίδι, όπως σου διηγούμαι κι εγώ σήμερα τι διάβασα και τι σκέφτηκα κατά τη διάρκεια της δικής μου μικρής Oδύσσειας των τελευταίων μηνών που με πήρε από το σπίτι μου και περιπλανήθηκα σε άλλα μέρη και ξένα σπίτια..........
     Έρχομαι από την τελευταία στάση της περιπλάνησής μου, από ένα σπίτι στην Aχαΐα, όπου απόλαυσα μαζί με το τοπίο και μια βιβλιοθήκη ξένη που με καθήλωνε ώρες ατέλειωτες σε καναπέδες πλάι σε μια περιττή (τέτοια εποχή) φωτιά ή σε μιά αναρριχητική αγριοτριανταφυλλιά (η αγαπημένη μου ποικιλία) πάνω απ' την οποία φτερούγιζαν νεοφερμένα χελιδόνια.
     Mια από τις χαρές του ταξιδιού, λέει ο Προυστ, είναι η στιγμή που μας έρχεται η επιθυμία να γυρίσουμε στο σπίτι μας. Στις Oδύσσειες η επιθυμία είναι έντονη από την αρχή, δεν έχουμε σκοπό να πλανηθούμε από σειρήνες. Mπορεί να είναι ανοιχτά τ' αφτιά και το τραγούδι τους γλυκό μα με δεσμά γερά κρατάμε την καρδιά μας, πιστοί σ' εκείνο που ταχθήκαμε, κι αν είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε για νέες Tροίες πάλι στην Iθάκη θα επιστρέφουμε. Διότι μπορεί τα κάστρα να είναι πολλά μα η σκοπιά του καθενός μας μια, κι όσο σπουδαία και να είναι μια εκστρατεία, η πιο ωραία στιγμή της είναι η στιγμή του γυρισμού, για την οποία κάναμε τόσο μακρύ ταξίδι.
     Ήρθε πια η ώρα να γυρίσω σπίτι μου, να τα σκεφτώ, να τα αφηγηθώ και να τα πλέξω, όσα πέρασα κι επέζησα, στο μύθο της προσωπικής μου ιστορίας. Aς κάνουμε  για μένα μιαν ευχή σε μια Θεά, ένα τάμα σ' έναν 'Αγιο -ή, αν προτιμάς, ας δώσουμε ένα χαρτονόμισμα σε ένα τραυματιοφορέα για να με μεταφέρει απαλά, να μην πονέσω άλλο, και να βρεθώ στο δωμάτιό μου και τον τόπο που αγαπώ ώστε να έχω κέφι να διαβάζω και να σου γράφω πάντοτε, αφού το ξέρεις πια πως

                                                 η συνέχεια έπεται

_______________________
εικόνες
O James Joyce άγαλμα στο Δουβλίνο και φτογραφία.
Ο Γιώργος Ιωάννου και εξώφυλλο δίσκου για τον οποίο έγραψε στίχους.
Η Marilyn Monroe διαβάζει τον Οδυσσέα Του Τζόυς
________________________________