Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΘ'


 για τους Ερυθρογένειους της Ιστορίας


                  


Πέρασε κάποτε ο Κοσμάς ο Αιτωλός από το Τεπελένι κι έτυχε να τον φιλοξενήσει η μάνα του Αλή Πασά και λένε πως ο άγιος το προφήτευσε πως "ο υιός της θα είχε λαμπρότατο μέλλον", πως θα τα έβαζε με το Σουλτάνο και "εν τέλει θα είσήρχετο ερυθρογένειος εις Σταμπούλ" -με γένια ερυθρά, κομμένο κεφάλι δηλαδή. "'Ατινα άπαντα εν καιρώ επηλήθευσαν", όπως λέει ο Βλαδίμηρος Μιρμιρόγλου στην πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του "Οι Δερβίσαι" στην οποία ανάμεσα στα πολλά για τα τάγματα των Μπεκτασήδων και των Σιϊτών έχει και ιστορίες Γενίτσαρων κι ανταρτών που μετά από εξεγέρσεις κι επαναστάσεις, φετφάδες και φιρμάνια, κατέληξαν ερυθρογένειοι κι ακρωτηριασμένοι μα θρυλικοί και πολυτραγουδισμένοι. 

     Ατζαμί ογλάν  έλεγαν οι Τούρκοι τα νέα αγόρια που ακόμα δεν είχαν δώσει τον όρκο που θα τους έκανε Γενίτσαρους, τάγμα τρομερό με τα προνόμια που πάντα αποκτούν οι δυνατοί στρατοί κι οι αστυνομίες. Μας το έμαθε η Ρωμαϊκή Ιστορία, το εξήγησε κι ο Μακιαβέλλι μου πως είναι επικίνδυνο να στηριζόμαστε σε αστυνομίες για να επιβάλουμε τη τάξη. Διότι καταλήγουμε σε μια εσωτερική τρομοκρατία, καταλήγουμε να κινδυνεύουμε από τα ατζαμίδικα ογλάνια που εκπαιδεύσαμε για να μας φυλάνε.

     Δε θα θρηνήσω τον Αλή Πασά ούτε τα αγόρια του που Μπεκτατσήδες Δερβίσηδες, φιλέλληνες ή όχι κατέληξαν ερυθρογένειοι στη Σταμπούλ, μην ανησυχείς. Είναι που τον θυμήθηκα ξανά αυτόν κι όλους τους αποκεφαλισμένους κι ακρωτηριασμένους νεκρούς ήρωες κι επαναστάτες.
     Κάθε γενιά έχει τους μάρτυρές της. Για κάθε γενιά έρχεται ένα γεγονός που βγάζει τους νέους στους δρόμους, τους αναγκάζει να πάρουν θέση και για μιά απατηλή και φευγαλέα στιγμή τους χαρίζεται η μεθυστική ψευδαίσθηση πως οι ατομικές τους επιλογές είναι δυνατόν να αλλάξουν τον κόσμο. Είναι η στιγμή που η όποια αντίδραση ή ακόμα και η αδιαφορία μοιάζουν συνειδητές πολιτικές πράξεις που σημαδεύουν όσο και η δράση.
     Σε καιρό πολέμου κι επανάστασης η επιλογή είναι ίσως πιο επικίνδυνη αλλά είναι ευκολότερη. Σε καιρό ειρήνης τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Κι αντίστροφα. Πρώτα η δίκαιη οργή βγάζει το κόσμο στους δρόμους κι ύστερα η ανάγκη για εξηγήσεις τον σπρώχει σε βιβλιοπωλεία και ομιλίες για να δοθεί όνομα και σχήμα στην αντίδρασή του, να την αποκρυπτογραφήσει.
     Δολοφονείται ένας Λαμπράκης, ένας Τεμπονέρας, ένας δεκαπεντάχρονος μαθητής κι αργότερα άλλος ένας και η μικρή μπάλα ενός μεμονωμένου περιστατικού γίνεται χιονοστιβάδα. Ένας άδικος νόμος ή ο θάνατος ενός ανθρώπου γίνεται η σπίθα που ενώνει μια γενιά και σχηματίζει τις ομάδες που θα χαράξουν το μέλλον της και τις ιδεολογίες που θα την ορίσουν.
     Ήταν φορές που η σπίθα ενός θανάτου έφερε ανατροπές πολιτευμάτων, έριξε κυβερνήσεις και συστήματα και οι αλλαγές ήταν τόσο μεγάλες που οι ιστορικοί για χρόνια μετά μελετούν τα αίτια που επέτρεψαν σε μιά μικρή αφορμή να γίνει χιονοστιβάδα. Ο θάνατος ενός μαθητή, το διαμαντένιο κολιέ που παρήγγειλε ή δεν παρήγγειλε η Μαρία Αντουανέττα, ένας αρχηγός αστυνομίας που πυροβόλησε άοπλους διαδηλωτές δώδεκα χρόνια πριν τη Ρώσικη Επανάσταση είναι η σπίθα, γεγονότα που λόγω συγκυριών ή αδέξιων χειρισμών γίνονται σταθμοί για λαούς και μένουν στην ιστορία.
     Ένα τέτοιο συμβάν ζήσαμε στην Αθήνα τις τελευταίες μέρες, τη σπίθα που σε μια διάλεξη άκουσα το Γάλλο ομιλητή να την ονομάζει "έμπνευση της Ευρώπης" και "Ελληνικό σύνδρομο". Ο ομιλητής, ο Μικαέλ Λεβί, μέλος γαλλικού αριστερού κόμματος ήρθε στα Εξάρχεια για να παρουσιάσει το βιβλίο "Τσε Γκεβάρα: Μια Φλόγα Που Καίει Ακόμα" που έγραψε με τον Ολιβιέ Μπεζανσενό.
     Μια φλόγα που σίγουρα καίει ακόμα, πενήντα χρόνια από το θάνατο του Τσε. Πιο πολύ από κάθε μουσικό ίνδαλμα, πιο πολύ από ποιητές και πολιτικούς ο Τσε έχει μείνει κοντά μας εδώ και μισό αιώνα, στολίδι και έμπνευση, κολλημένος στους τοίχους των φοιτητικών δωματίων κάθε γενιάς και κάθε χώρας. Διότι τι πιο γοητευτικό κι ακίνδυνο από ένα νεκρό αντάρτη; Μα ποιος αλήθεια ήταν ο Τσε; Και τι, άλλο από τον πρόωρό του θάνατο και τη γοητεία του προσώπου και των ενδυματολογικών επιλογών του, είναι που τον κρατάει ζωντανό σε μπλουζάκια και τοίχους νεανικών δωματίων;
     Τρία βιβλία διάβασα τελευταία για το Ερνέστο Γκεβάρα Λυντς ντε λα Σέρνα που ήθελε να τον φωνάζουν Τσε (που σημαίνει άνθρωπε ήφίλε).
     Ο Λεβί κι ο Μπεζανσενό, που εξετάζουν τις πολιτικές συνθήκες και την ιδεολογία του, λένε πως ήταν "ένας αγωνιστής που χρησιμοποιούσε την πένα το ίδιο άνετα με το τουφέκι". Το όνειρο κάθε ήρωα, δηλαδή, όπως ξέρουμε κι από το δικό μας Μακρυγιάννη που, αφού πολέμησε για ελευθερία και γλώσσα και τα αρχαία μας, έμαθε γράμματα για να μας αφήσει την ιστορία του κρυμμένη κάτω από ένα πιθάρι, να σαπίζει όπως οι πληγές του.
     Ο Τσε γράμματα γνώριζε. Ήταν ένα αθλητικό μα ασθματικό παιδί από την Αργεντινή που σπούδασε γιατρός και το Δεκέμβριο του 1951, στις διακοπές πριν πάρει το πτυχίο του, ξεκίνησε, με ένα φίλο και μιά παλιά μοτοσυκλέτα, το ταξίδι που ο ίδιος ακόμα δεν ήξερε πως θα τον έφερνε στους τοίχους των φοιτητικών μας δωματίων.
     Η μοτοσυκλέτα ήταν παλιά, ο φίλος πιστός κι ο νεαρός γιατρός κρατούσε ημερολόγιο. Τα "Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας" που εκδόθηκαν πριν λίγα χρόνια και έγιναν και ταινία. Εκεί, σ' αυτά τα κείμενα, ανακαλύπτουμε μαζί του τη βρωμιά, τη λέπρα, τη φτώχεια που μάστιζαν τους Ινδιάνους της Νότιας Αμερικής καθώς διασχίζει την Αργεντινή, τη Χιλή, το Περού, την Κολομβία και καταλήγει τον Ιούλιο του 1952 στη Βενεζουέλα. Ανάμεσα σε αγορίστικες φάρσες και καπρίτσια μιας παλιάς μηχανής που αποκτά όνομα και προσωπικότητα, καθώς το ταξίδι προχωρά διακρίνουμε τη συνάντηση με την αδικία που μετέτρεψε το νεαρό αστό γιατρό σε φανατικό επαναστάτη πολεμιστή.
     Θρησκεία του Τσε ήταν ο Κομμουνισμός. «Αν ο Κομμουνισμός δεν όφειλε να δημιουργήσει ένα νέο είδος ανθρώπου, δε θα είχε καμιά σημασία» έγραψε, ή, πιο σωστά, αντέγραψε (τον Τρότσκι που πρώτος εξέφρασε τη σκέψη ότι «σκοπός της επανάστασής μας δεν είναι η εγκαθίδρυση της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά η δημιουργία ενός καινούργιου τύπου ανθρώπου. Του Νέου Ανθρώπου στον Σοσιαλισμό»).
  Το 1953 ξεκίνησε το δεύτερο ταξίδι. Βολιβία, Εκουαδόρ, Γουατεμάλα, από όπου έγραψε στη μητέρα του πως «Εδώ θα μπορούσα να γίνω πολύ πλούσιος... Αυτό θα σήμαινε όμως πως θα πρόδιδα με τον πιο τρομερό τρόπο τα δύο εκείνα 'εγώ' που φέρω: το σοσιαλιστικό 'εγώ' μου και το ταξιδιωτικό 'εγώ' μου». Και πράγματι, αυτά τα εγώ του δεν τα πρόδωσε ποτέ.
     Εγκαταστάθηκε στο Μεξικό όπου γνώρισε τον Φιντέλ Κάστρο ο οποίος μετά από μια ολονύχτια συζήτηση τον ενέταξε στη αποστολή που ετοίμαζε κατά της Κουβανικής δικτατορίας. Συμμετείχε σε στρατιωτικές ασκήσεις, φυλακίστηκε για ένα μήνα κι ύστερα με άλλους ογδονταδύο επιβάτες-αντάρτες πήρε το πλοίο για τη Κούβα. Ο ταγματάρχης Τσε με τους εκατόν σαράντα οχτώ στρατιώτες του κέρδισαν μια κρίσιμη μάχη και με τη νίκη ο Κάστρο τον διόρισε υπεύθυνο της αγροτικής μεταρρύθμισης, Διευθυντή της Αγροτικής Τράπεζας και Υπουργό Βιομηχανίας. Και ο Τσε άρχισε πάλι τα ταξίδια. Με σκοπό να εξασφαλίσει οικονομική υποστήριξη από την Ε.Σ.Σ.Δ. και άλλες κομμουνιστικές χώρες έφτασε μέχρι την Κίνα.
     Οργάνωσε συζητήσεις για το Κουβανικό μοντέλο, ταξίδεψε και πολέμησε σε πρώην αποικίες στην Αφρική, μίλησε στον ΟΗΕ για την απελευθέρωση της Λατινικής Αμερικής, γνώρισε τον Σαρτρ το Γάλλο φιλόσοφο που ήταν υπέρμαχος κάθε αντάρτικου και κάθε ένοπλου αγώνα (φτάνει ο σαματάς να γινόταν μακριά από τα σκοτεινά μπιστρό στα οποία έγραφε κείμενα υπέρ των συντρόφων ανά τη γη) κι από τη συνάντηση  αυτή έχουμε άλλη μια διάσημη φωτογραφία.
     Γεννιούνται όμως οι ήρωες ή γίνονται; Κι αν γίνονται τι είναι αυτό που έσπρωξε τον Γκεβάρα να εγκαταλείψει το Υπουργείο του στην ελπιδοφόρα ανεξάρτητη Κούβα και να χαθεί πρώτα στην Αφρική κι ύστερα στη ζούγκλα της Βολιβίας οργανώνοντας την επανάσταση που του πήρε τη ζωή;
     Στα 'Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας' και στα πολιτικά του άρθρα γνωρίζουμε τον ενθουσιώδη νέο, φανατικό, γενναίο, φιλάσθενο και πεισματάρη, μεθυσμένο από την αλλαγή που σα μαρξιστής βλέπει αναπόφευκτη. Το 1965 έκανε την τελευταία του δημόσια εμφάνιση και λίγους μήνες αργότερα ο Κάστρο διάβασε το αποχαιρετιστήριό του μήνυμα στο οποίο εξηγούσε πως «Αλλα εδάφη στον κόσμο διεκδικούν τη συνεισφορά των σεμνών προσπάθειών μου».
     Οι Λεβί και Μπεζανσενό εξετάζουν τις απόψεις και την ιδεολογία αυτού του «άσπονδου αντίπαλου του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού» και παρατηρούν πως ο μαρξισμός του ήταν «καρπός αναγνώσεων κάπως αυτοσχέδιων, συναντήσεων και εμπειριών» και «δεν προσφέρεται για καταχώρηση σε καμιά από τις συνήθεις κατηγορίες».
     Το τρίτο βιβλίο που κυκλοφορεί, το σκανδαλοθηρικό που γίνονται δικαστικές μάχες για να μην κυκλοφορήσει, είναι το πιο πρόσφατο. Σημάδι των καιρών ίσως. Ή ίσως φυσική συνέπεια του ενδιαφέροντός μας και της έρευνας που δε σταματά τόσα χρόνια. Η σχέση του Τσε με τις δυο γυναίκες του είναι γνωστή. Πρόσφατα μας παρουσιάστηκε κι άλλη μια, η μοιραία που αργά ή γρήγορα εμφανίζεται σε κάθε μύθο.
     Κόρη αυστηρών Ανατολικογερμανών κομμουνιστών πλησίασε τον Τσε ο οποίος την εκπαίδευσε κάπου κοντά στο στρατόπεδό του. Η θεωρία είναι πως ήταν ερωμένη του. Η θεωρία είναι πως ήταν διπλή πράκτορας. Κι η θεωρία βέβαια, είναι, πως εκείνη τον πρόδωσε. Το πρόβλημα όμως είναι πως ούτε εκείνη επέζησε και πως όσοι τους είδαν μαζί λένε τα καλύτερα για την όμορφη γενναία κοπέλα που δε δεχόταν διευκολύνσεις λόγω του φύλου της. Το άλλο πρόβλημα είναι πως μόνη απόδειξη της προσωπικής τους σχέσης έχουμε τη μαρτυρία ενός εκπαιδευτή της πως μια φορά ο Τσε έσκισε σε λωρίδες το πουκάμισό του για να την εφοδιάσει με αυτοσχέδιες σερβιέτες. Που ξέρω ―ξέρω, άκομψο και ασεβές που το αναφέρω―, αλλά πρέπει να με συγχωρέσεις: Το γεγονός, για ό,τι κι αν αξίζει, αποτελεί τη μόνη απόδειξη του έρωτά τους. Ως τρυφερή στιγμή δε λέει και πολλά αλλά πώς μπορούμε άραγε να κρίνουμε εμείς που δεν έχουμε βρεθεί κυνηγημένοι σε ένα στρατόπεδο στη ζούγκλα της Βολιβίας; Ίσως εκεί ο έρωτας να εκδηλώνεται με σκισμένα πουκάμισα αντί για τριαντάφυλλα και τρυφερά φιλιά.
     Η μητέρα της πέρασε μια ζωή να αγωνίζεται να μείνει καθαρό το όνομά της κόρης. Το ίδιο κι οι θαυμαστές του Τσε. Και το έχω από τον ίδιο τον Μικαέλ Λεβί, που μελετάει χρόνια τον Τσε, (και τον ρώτησα μετά τη διάλεξή του στα Εξάρχεια) πως πρόκειται για συκοφαντία και η όμορφη Ανατολικογερμανίδα ήταν μια αγνή αγωνίστρια.
     Η οποία, δυστυχώς, δεν κατάφερε και πολλά και είναι θλιβερό που μένει στην ιστορία συσχετισμένη με μια ιδιαιτερότητα του φύλου μας αυτή που πάλεψε εναντίον των διακρίσεων. Μα τέτοια είναι η μοίρα μας, των γυναικών, το αίμα το δικό μας έχει την τάση να λερώνει αντί να καθαγιάζει, αλλά αυτό είναι μια άλλη πονεμένη και μακριά ιστορία. Ας γυρίσουμε λοιπόν στους ήρωες.
     Αρνήθηκε ο Τσε το Υπουργείο και έφυγε να συνεχίσει το διεθνή αγώνα στη Βολιβία. Κακή εκτίμηση, λένε όσοι ξέρουν τα της Νοτίου Αμερικής και τις διαφορές κρατών που σε μας δεν είναι ορατές (όπως απ' ό,τι αποδείχτηκε δεν ήταν και στον Τσε). Κι εκεί, σε ένα κρυσφήγετο, μετά από ανάκριση μιάς νύχτας, τον σκότωσαν στις 9 Οκτωβρίου 1967 και τον έκαναν θρύλο και ίνδαλμα, ένα ακόμα σύμβολο της ενθουσιώδους νιότης, του αλτρουισμού και του ηρωισμού. Και αφίσα. Και μπλουζάκι. Και σεντόνι, όπως είδα τελευταία κάτω από ένα πουπουλένιο πάπλωμα. Εκεί τράβηξαν και την τελευταία φωτογραφία του νεκρού αγωνιστή με τα ανάκατα μαλλιά κι εκεί του έκοψαν το δεξί χέρι για να μεταφερθεί ως απόδειξη πως ο νεκρός ήταν όντως ο καταζητούμενος.
     Είπαμε, η σπίθα ανάβει σε κάθε γενιά. 'Αλλοτε σβήνει και χάνεται, άλλοτε φουντώνει και γίνεται επανάσταση. Μα ένα είναι σίγουρο, πως κάθε φορά σημαδεύει όσους την πρωτοδούν επειδή ακόμα δεν έχουν μάθει πως είναι νόμος της κοινωνίας πως η επανάσταση κρατάει μια στιγμή και πως καταστρέφοντας ένα κατεστημένο δημιουργούμε ένα άλλο και τελικά το μόνο μόνιμο είναι τα τάγματα των Γενιτσάρων κι οι ατζαμοσύνες τους.
     Δε συμφωνούν όλοι σ' αυτό. Δεν έχουν όλοι τον κυνισμό μου και τους ευγνωμονώ. 'Αλλοι από νεανικό ενθουσιασμό και απειρία κι άλλοι... άλλοι γιατί, από ιδιοσυγκρασία ή ιδεολογία, το επέλεξαν να σταθούν στην απέναντι όχθη συνειδητά κι αποφασιστικά και τρομακτικότατα, δίνοντας τον αγώνα που σε μας φαίνεται μάταιος, έτοιμοι να σταθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα για να γίνουν πρότυπο, βιογραφία, αφίσα και μπλουζάκι.
     Το είπε ο Βύρων πως «τι είναι η δόξα παρά μια άθλια προτομή» σε μια πλατεία που την κουτσουλάνε περιστέρια. Το ήξερε και ο 'Αρης Βελουχιώτης (την ογκώδη βιογραφία του έγραψε πριν λίγα χρόνια ο Διονύσης Χαριτόπουλος) που όταν τον ρώτησαν τι θα γινόταν όταν θα απελευθερωνόμασταν απάντησε σεμνά πως δεν ήξερε, εκείνος δε θα ήταν πια εδώ. Διότι είναι άνθρωποι για ειρήνη κι άνθρωποι για πόλεμο, όπως θα έλεγε κι ο αγαπημένος μου Εκκλησιαστής. Αν επιζούσε ο Βελουχιώτης ίσως σαν το Μακρυγιάννη να κατέληγε, ένας πληγωμένος αγωνιστής που κρύβει κάτω από ένα αρχαίο πιθάρι την ιστορία της ζωής του και που τα βάζει με Θεούς και δαίμονες, δίκαιος αλλά μισοπάλαβος, αναγνωρισμένος αλλά ξεπερασμένος. Δε επέζησε, έγινε άλλος ένας από τους ερυθρογένειους της ιστορίας, πλάι στον Τσε της τελευταίας φωτογραφίας, αυτής που αγαπώ, αυτής με το κομμένο χέρι.
     Το έχω ξαναπεί, πάντα θα κλαίμε για τον 'Αδωνι, πάντοτε θα ακολουθούμε τον Επιτάφιο εκείνου που θυσίασε τα νιάτα του για τους αδικημένους. Πέθανε νέος για έναν αγώνα που μας είναι πάνω-κάτω άγνωστος κι έτσι ο καθένας μας προβάλλει τα δικά του όνειρα κι ιδανικά και ταυτίζεται με αυτό το νέο γιατρό-πολεμιστή που από την πολυθρόνα μας έχουμε την άνεση να τον θαυμάζουμε με τη λατρεία που τρέφουμε για εκείνο που δε γίναμε.
     Ναι, πάντα θα υμνούμε τους νεκρούς ήρωες όχι μόνο επειδή είναι ακίνδυνοι και προβλέψιμοι μα και γιατί μέσα μας βαθιά το αναγνωρίζουμε πως έχουν κάτι από εκείνο που δε γίναμε. Γι' αυτό η εικόνα τους θα είναι πάντα επίκαιρη, γι' αυτό η λύπη για το θάνατό τους ζωντανή, γι' αυτό τα βιβλία και τα λόγια δίχως τέλος, γι' αυτό και η συνέχεια 

______________________
εικόνες
Ο Αλη Πασάς,  πορτραίτο του Ντυπρέ από το 'Ταξίδι στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη'..1825-1835  (δείτε christies).
ο Τσε με τον Κάστρο και στη σύλληψή του 
ο Άρης Βελουχιώτης
και 
κάτω ― αν δεν αντέχετε μην προχωρείτε―
 Άρης και Τζαβέλας ερυθρογένειοι στην Πλατεία των Τρικάλων
και (ταινιάκι) Αφοπλισμός του ΕΑΜ





_________________________________________

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου